- προυφείλω
- Αβλ. προοφείλω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προὐφείλω — προοφείλω , προοφείλω owe beforehand pres subj act 1st sg προοφείλω , προοφείλω owe beforehand pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προοφείλω — και αττ. τ. προὐφείλω Α οφείλω, χρωστώ από πριν («πολλὰ πολλοῑς προοφείλειν», Δίων Κάσσ.) … Dictionary of Greek